- ὑπογήμῃ
- ὑπό-γαμέωD Deor.aor subj mid 2nd sgὑπό-γαμέωD Deor.aor subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπογαμώ — έω, Α παντρεύομαι κατόπιν, ύστερα από κάτι («ἵνα ἀποκτείνῃ τὸν δεσπότην καὶ... ὑπογήμῃ τὴν γυναῑκα», Αιλ.) … Dictionary of Greek